- ιδριαλίτης
- οορυκτό με κύριο συστατικό τον υδράργυρο.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. idrialite < γαλλ. idrialite < τοπωνύμιο τής Γιουγκοσλαβίας Idrija + -lite < -lithe (πρβλ. λίθος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.